μειλιχόμυθος
German (Pape)
[Seite 116] von angenehmer, einschmeichelnder Rede, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μειλιχόμῡθος: -ον, ὁ ὁμιλῶν μειλιχίως, Γρηγ. Ναζ. τόμ. 2, σελ. 158.
Greek Monolingual
μειλιχόμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθόμυθος, εγγαστρίμυθος)].