Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ζυθοπότης
Revision as of 07:26, 24 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
ο, θηλ. ζυθοπότις, -ιδος 1. αυτός που πίνει ζύθο 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που του αρέσει να πίνει μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ζύθος+ -πότης (<πίνω), πρβλ. οινοπότης, χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο].