θερμοχύτης
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A vessel for hot drinks, AP9.587 tit.
German (Pape)
[Seite 1202] ὁ, Gefäß, aus dem warme Getränke gegossen werden, Lemma Anth. IX, 587.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοχύτης: -ου, ὁ, ἀγγεῖον διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.).
Greek Monolingual
θερμοχύτης, ὁ (Α)
δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o)- + -χύτης (< χέω), πρβλ. επιχύτης, νεροχύτης.
Russian (Dvoretsky)
θερμοχύτης: ου ὁ сосуд для горячих напитков Anth.