νεροχύτης

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source

Greek (Liddell-Scott)

νεροχύτης: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. τῶν Βασιλικ.

Greek Monolingual

ο (Μ νεροχύτης)
μαρμάρινη, τσιμεντένια ή μεταλλική λεκάνη με υδρορρόη, μέσα στην οποία πλένονται μαγειρικά σκεύη και πιάτα
μσν.
αγωγός νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + χύτης (< χύνω)].