θαλαμοποιός
English (LSJ)
όν, A preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.
German (Pape)
[Seite 1182] das Brautgemach bereitend, Titel eines Stückes des Aesch. bei Poll. 7, 122.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμοποιός: -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν θάλαμον ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122.
Greek Monolingual
θαλαμοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, θαυματοποιός).
Russian (Dvoretsky)
θᾰλᾰμοποιός: ὁ готовящий брачный покой Aesch.