κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους, Hsch. κλεῖρος· κλειδίον, Id.
κλείπους (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῦ καλουμένου γείσους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει- (απαθής βαθμίδα της ρίζας του κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + -πούς (< πούς), πρβλ. αερσίπους, καμψίπους)].