μαραθίτης

Revision as of 07:50, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A flavoured with fennel, οἶνος Dsc.5.65, Gp.8.9.

Greek Monolingual

μαραθίτης, ὁ (ΑM)
παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθοοἶνος μαραθίτης», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμίτης, σταφυλίτης)].