λαφυραγωγός

Revision as of 07:54, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

όν, A carrying off booty, Sch.D Il. 4.128, Sch.ib.10.460, prob. l. for φυγαγ- in Polyaen.8.16.6.

German (Pape)

[Seite 19] Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφῡρᾰγωγός: -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων λάφυρα, πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985.

Greek Monolingual

-ό (AM λαφυραγωγός, -όν)
αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημαγωγός, ψυχαγωγός].