φυγαγωγός

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰγωγός Medium diacritics: φυγαγωγός Low diacritics: φυγαγωγός Capitals: ΦΥΓΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: phygagōgós Transliteration B: phygagōgos Transliteration C: fygagogos Beta Code: fugagwgo/s

English (LSJ)

φυγαγωγόν, (φυγάς) dragging along fugitives, f.l. for λαφυραγωγός in Polyaen.8.16.6.

German (Pape)

[Seite 1311] όν, Flüchtlinge einholend und geschleppt bringend, f.l. bei Polyaen. 8, 16, 6, wofür mit Lob. Phryn. p. 383 λαφυραγωγός zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰγωγός: -όν, (φυγὰς) ὁ συλλαμβάνων καὶ ἄγων φυγάδας, ἢ αἰχμαλώτους, ἀμφ. γραφ. παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6· ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 383 προτείνει εἰς διόρθωσιν λαφυραγωγός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που συλλαμβάνει φυγάδες ή αιχμαλώτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, -άδος + ἀγωγός. Η λ. αποτελεί εσφ. γρφ. αντί του λαφυραγωγός.