ἱπποπόλος

Revision as of 07:56, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A herding horses, of the Thracians, Il.13.4, 14.227. (Cf. αἰ-πόλος, βου-κόλος.)

German (Pape)

[Seite 1260] Rosse tummelnd, im Reiten od. Fahren geschickt, Thraker, Il. 13, 4. 14, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποπόλος: -ον, (πολέω) ἀσχολούμενος εἰς ἵππους, ἐπὶ τῶν Θρᾳκῶν, Ἰλ. Ν. 4, Ξ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποπόλων· τῶν ἡνιοχούντων, ἢ ἐφ’ ἵπποις πολουμένων, ἢ περὶ ἵππους ἀναστρεφομένων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’adonne aux chevaux, qui vit à cheval.
Étymologie: ἵππος, πολέω.

Greek Monolingual

ἱπποπόλος, -ον (Α)
(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πόλος (< πέλω/-ομαι), πρβλ. αιπόλος, θειοπόλος.

Greek Monotonic

ἱπποπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με τα άλογα, λέγεται για τους Θράκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποπόλος: ухаживающий за лошадьми, преданный коневодству, конелюбивый (Θρῇκες Hom.).

Middle Liddell

ἱππο-πόλος, ον πολέω
busied with horses, Il.