ἱπποπόλος
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ἱπποπόλον, herding horses, of the Thracians, Il.13.4, 14.227. (Cf. αἰ-πόλος, βου-κόλος.)
German (Pape)
[Seite 1260] Rosse tummelnd, im Reiten od. Fahren geschickt, Thraker, Il. 13, 4. 14, 277.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'adonne aux chevaux, qui vit à cheval.
Étymologie: ἵππος, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποπόλος: ухаживающий за лошадьми, преданный коневодству, конелюбивый (Θρῇκες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποπόλος: -ον, (πολέω) ἀσχολούμενος εἰς ἵππους, ἐπὶ τῶν Θρᾳκῶν, Ἰλ. Ν. 4, Ξ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποπόλων· τῶν ἡνιοχούντων, ἢ ἐφ’ ἵπποις πολουμένων, ἢ περὶ ἵππους ἀναστρεφομένων».
Greek Monolingual
ἱπποπόλος, -ον (Α)
(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πόλος (< πέλω/-ομαι), πρβλ. αιπόλος, θειοπόλος.
Greek Monotonic
ἱπποπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με τα άλογα, λέγεται για τους Θράκες, σε Ομήρ. Ιλ.