ἱπποπρόσωπος

Revision as of 10:42, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A horse-faced, epithet of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2549; of a fabulous tribe, Peripl.M.Rubr.62.

Spanish

que tiene rostro de caballo

Greek Monolingual

ἱπποπρόσωπος, -ον (Α)
πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσ-ωπον), πρβλ. ιερακοπρόσωπος, ορνιθοπρόσωπος.