ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ὀρνιθοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + πρόσωπον.