ορνιθοπρόσωπος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

ὀρνιθοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει πρόσωπο πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + πρόσωπον.