οφιοκτόνος
Greek Monolingual
ὀφιοκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.
ὀφιοκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.