τυραννία

Revision as of 07:10, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "penult." to "penultimate")

English (LSJ)

ἡ, A = τυραννίς, Xenoph.3 (with penultimate long); tyrannous conduct, Wilcken Chr.20 ii 12 (ii A. D.), PAmh.2.142.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννία: ἡ, = τυραννίς, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν τύραννος
η εξουσία του τυράννου, τυραννίδα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι καθαρό τυράγνιο»).