ἀπαυτίκα

Revision as of 10:05, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "strengthd." to "strengthened")

English (LSJ)

Adv. strengthened for αὐτίκα, A on the spot, dub. l. in D.C. 40.15

German (Pape)

[Seite 283] sogleich, gleich darauf, D. C. 40, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυτίκα: ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ αὐτίκα, παρευθύς, ἀμέσως. Δίων Κ. 40. 15· μετὰ διαφ. γραφ. ἀπαυστὶ καί. ἀπαυτομᾰτίζω, πράττωπροσφέρω τι ἑκουσίως, αὐτομάτως, αὐτοπροαιρέτως, ἡ τύχη τοῦτο μουσικῶς ἔοικεν ἀπαυτοματίσαι Πλούτ. 2. 717Β, Φίλων 1. 571: - Παθ., Φίλων 2. 182· καὶ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ὁ αὐτ. 1. 387, ττλ.