ὑποτροπιάζω

Revision as of 12:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

English (LSJ)

A return again, recur, especially of an illness, Hp.Aph.4.61, Int.2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπιάζω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, μάλιστα ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ.

Greek Monolingual

ὑποτροπιάζω ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) επανέρχομαι, εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί το έλκος του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν
ὅταν πεπαυμένης τῆς νόσου πάλιν ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).