ὀβολίσκος

Revision as of 14:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

ὁ, perhaps A = ὀβελίσκος IV, PSI6.698.16 (iv A. D.). II part of a ship's tackle, PLond.3.1164hII (iii A. D.).

Greek Monolingual

ὀβολίσκος, ὁ (Α)
1. πιθ. οβελίσκος, οχετός για αποχέτευση υδάτων
2. μέρος τών ξαρτιών του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίσκος, με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο- (πρβλ. οβελός: οβολός)].