φίλων

Revision as of 14:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

ωνος, ὁ, perhaps A = φέλων, Alc.Fr.48 Lobel ( = Supp.23.4).

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
πιθ. φέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. αποτελεί άλλο τ. αντί της λ. φέλων, ενώ, κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει σημ. «σύντροφος» και έχει σχηματιστεί < φίλος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. τρίβ-ων)].