ὦκα

Revision as of 10:15, 15 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of Time" to "of time")

English (LSJ)

poet. Adv. of ὠκύς, A quickly, swiftly, Il.1.402, 5.88, Od.6.317, etc.; strengthened, μάλ' ὦ. Il.2.52, Od.2.8, etc.; ὦ. μάλ' Il.17.190, al. 2 of time, ὦ. δ' ἔπειτα immediately, Od.17.329, Il.18.527, al.:—Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.

German (Pape)

[Seite 1408] poet. adv. zu ὠκύς, schnell, geschwind, eilig, behend; sehr häufig bei Hom., aber nicht bei den Tragg. S. Pors. Eur. Med. 799.

Greek (Liddell-Scott)

ὦκα: ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, ὠκέως, ταχέως, Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ ἔπειτα, ἀμέσως, εὐθύς, Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - οὐδέποτε παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ τάχα ἐκ τοῦ ταχύς.)

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, avec rapidité ou agilité ; avec idée de temps tout de suite;
Sp. ὤκιστα.
Étymologie: ὠκύς.

English (Autenrieth)

(adv. from ὠκύς): quickly.

Greek Monotonic

ὦκα: ποιητ. επίρρ. του ὠκύς·
1. γρήγορα, ταχέως, αμέσως, σε Όμηρ.· επιτετ., μάλ' ὦκα, ὦκα μάλ', στον ίδ.
2. λέγεται για δήλωση του χρόνου, ὦκα ἔπειτα, αμέσως, ταχέως, ευθύς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὦκα: adv. ὠκύς
1) быстро, скоро Hom.;
2) тотчас же, немедленно (καλεῖν τινα Hom.): ὦ. δ᾽ ἔπειτα Hom. тотчас же после этого.

Middle Liddell

poet. adv. of ὠκύς
1. quickly, swiftly, fast, Hom.; strengthened, μάλ' ὦκα, ὦκα μάλ' Hom.
2. of time, ὦκα ἔπειτα immediately thereafter, Hom.