ὤκιστα

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

German (Pape)

[Seite 1408] als adv. gebr. neutr. plur. von ὠκύς, aufs schnellste, sehr schnell, Od. 22, 77. 133.

French (Bailly abrégé)

v. ὦκα.

Greek Monotonic

ὤκιστα: υπερθ. επίρρ. του ὠκύς, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὤκιστα: superl. к ὦκα.

Middle Liddell

[Sup. adv. of ὠκύς
mostly swiftly, Od.