песчаный
Russian > Greek
ἀμαθῶδες, ἀμαθώδης, ἄμμινος, ἀμμόγειος, ἀμμοφανής, ἀμμόχωστος, ἀμμῶδες, ἀμμώδης, ἀσώδης, δίαμμος, εὐψάμαθος, ἔφαμμος, ἠμαθόεις, θινῶδες, θινώδης, κόνιος, πολύαμμος, πολυψάμαθος, πολύψαμμος, ὑπόψαμμος, ὕφαμμος, ψαμαθηΐς, ψαμαθῶδες, ψαμαθώδης, ψαμμαῖος, ψάμμινος, ψάμμιος, ψαμμίς, ψαμμίτης, ψαμμόγεως, ψαμμοειδής, ψαμμῶδες, ψαμμώδης