circumlocution
English > Greek (Woodhouse)
substantive
V. περιπλοκαί λόγων, αἱ (Euripides, Phoenissae 494), Ar. περίλεξις, ἡ.
long-windedness: P. μακρολογία, ἡ.
V. περιπλοκαί λόγων, αἱ (Euripides, Phoenissae 494), Ar. περίλεξις, ἡ.
long-windedness: P. μακρολογία, ἡ.