μακρολογία
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
ἡ, length of speech, opp. βραχυλογία, Pl.Grg. 449c, Prt.335bsq., Arist.Rh.1418b25, Gal.10.425.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
long discours, prolixité.
Étymologie: μακρολόγος.
German (Pape)
ἡ, lange, weitschweifige Rede, Plat. Prot. 335b, Gorg. 449c und öfter, wie Sp.
Russian (Dvoretsky)
μακρολογία: ἡ длинная речь или беседа, долгий разговор Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μακρολογία: ἡ, μῆκος λόγου, πολυλογία, μακρηγορία, ἀντίθετ. τῷ βραχυλογία, Πλάτ. Γοργ. 449C, Πρωτ. 335Β. κἑξ., Νόμ. 655Β.
Greek Monolingual
η (AM μακρολογία) μακρολόγος
1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία
2. απεραντολογία, πολυλογία.
Greek Monotonic
μακρολογία: ἡ, μάκρος λόγου, πολυλογία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
length of speech, Plat. [from μακρολόγος