πείρασις

Revision as of 10:16, 6 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, attempt, D.C.47.25; esp. at seduction, Th. 6.56.

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, das Versuchen, Erproben, die Versuchung, Thuc. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

πείρᾱσις: ἡ, ἀπόπειρα πρὸς ἀποπλάνησιν νέου, τὸν δ’ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν Δίων Κ. 36. 37· μάλιστα ἀπαγωγή, ἀποπλάνησις, Θουκ. 6. 56.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
essai de corruption.
Étymologie: πειράω.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α πειρώ / πειρώμαι
1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση
2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ' οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πείρᾱσις -εως, ἡ [πειράω] verleidingspoging.

Russian (Dvoretsky)

πείρᾰσις: εως ἡ попытка соблазнить, искушение (ἀπαρνεῖσθαι τὴν πείρασιν Thuc.).

English (Woodhouse)

advances of a lover, advances