νομιμόφρων

Revision as of 15:59, 14 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

-νομιμόφρων, -ον, αρσ. και νομιμόφρονας
αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι.
επίρρ...
νομιμοφρόνως
με νομιμοφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. του γαλλ. legitimiste και μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].