μισθοφορία

Revision as of 11:15, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s. v.l." to "s. v.l.")

English (LSJ)

ἡ, A service for wages, service as a mercenary, D.49.49, D.S.16.61. II = μισθοφορά, IG22.145.9 (iv B.C.), Pl.Grg.515e (s. v.l.), v.l. in X.An.7.1.3.

German (Pape)

[Seite 191] ἡ, das Lohndavontragen, Dienst für Sold, D. Sic. 16, 61 u. Sp.; = μισθοφορά, Plat. Gorg. 515 e; ὁπόσαι εἰσὶν ἀρχαὶ μισθοφορίας ἕνεκα, Xen. Ath. 1, 3, besoldete Aemter.

Greek (Liddell-Scott)

μισθοφορία: ἡ, ἡ ἐπὶ μισθῷ ὑπηρεσία, στρατιωτικὴ ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, Δημ. 1199. 4, Διόδ. 16. 61 ΙΙ. συχνάκις συγχεῖται ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων μετὰ τοῦ μισθοφορά, ὡς ἐν Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 3 Schneid. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δϳ, σ. 43.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service à gages, fonction salariée;
2 revenu, rente.
Étymologie: μισθοφόρος.

Greek Monolingual

μισθοφορία, ἡ (Α) μισθοφόρος
1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία
2. μισθοφοράἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μισθοφορία: ἡ, υπηρεσία κάποιου ως μισθοφόρου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

μισθοφορία:
1) получение жалованья, служба по найму Dem., Diod.;
2) жалованье, плата (τοῖς στρατιώταις Xen.).

Middle Liddell

μισθοφορία, ἡ,
service as a mercenary, Dem.