συνεκφωνώ

Revision as of 19:14, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")

Greek Monolingual

συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶ
προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως
αρχ.
αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).

Greek Monolingual

συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶ
προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως
αρχ.
αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).