Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναφωνώ

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177

Greek Monolingual

(AM ἀναφωνῶ, -έω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αιφνίδια
μσν.
1. καλώ κάποιον με το όνομά του
2. τραγουδώ
αρχ.
1. ασκώ τη φωνή μου απαγγέλλοντας δυνατά
2. ανακηρύττω, αναγορεύω.