αναφωνώ

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

(AM ἀναφωνῶ, -έω)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αιφνίδια
μσν.
1. καλώ κάποιον με το όνομά του
2. τραγουδώ
αρχ.
1. ασκώ τη φωνή μου απαγγέλλοντας δυνατά
2. ανακηρύττω, αναγορεύω.