μαλακαίπους

Revision as of 11:45, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, poet. for μαλακόπους, A treading softly, Ὧραι Theoc.15.103 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ποιητ. ἀντὶ μαλακόπους, ἔχων μακαλοὺς πόδας, πατῶν ἐλαφρῶς, Ὧραι Θεόκρ. 15. 103.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds délicats.
Étymologie: μαλακός, πούς.

Greek Monolingual

μαλακαίπους, -ουν (Α)
βλ. μαλακόπους.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μαλακαίπους: 2, gen. ποδος с мягкими стопами, тихо ступающий, неслышно подкрадывающийся (Ὧραι Theocr. - v.l. μαλακαὶ πόδες и πόδας).

Middle Liddell

μᾰλᾰκαί-πους, [poetic for μαλακόπους,]
soft-footed, treading softly, Theocr.