προβραχής

Revision as of 11:55, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ές, A shallow, τὰ π. Plb.1.47.1.

German (Pape)

[Seite 713] ές, od. προβραχύς, ύ, sehr flach, als v.l. für προσβραχής, Strab. 5, 4, 5 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προβραχής: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ προσβραχής, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ές, Α
αβαθής, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί προσβραχής].