παλέω

Revision as of 11:57, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

A to be disabled, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewh. only in Hsch., παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι: also in shortened forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.

German (Pape)

[Seite 447] = παλαίω, nur παλήσειε, Her. 8, 21, v.l. παλαίσειεν, wo es »im Kampf unterliegen« bedeutet.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλέω: φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στόλος. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος τύπος «πεπαλμένος

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. παλαίω.

Greek Monolingual

παλέω (Α)
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε
διαφθαρείη
ἐπάλησεν
ἐφθάρη. πεπαληκέναι
ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι
βεβλαμμέναι»
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος
βεβλαμμένος»
β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλέω, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το συνθ. ρ. ἐκ-παλέω «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. ἐκ-παλής «εξαρθρωμένος» < ἐκ + -παλής (< πάλλω, πρβλ. αει-παλής, κληρο-παλής)].

Greek Monotonic

πᾰλέω: γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ παλήσειε· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παλέω: ион. терпеть поражение в бою (εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: only aor. opt. παλήσειε of a fleet which cannot fight (Hdt. 8,21; cf. Weber Glotta 25, 267ff.), ind. ἐπάλησεν ἐφθάρη and perf. πεπαληκέναι ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι βεβλαμμέναι H.; besides (as if from πάλλω) πεπαλμένος βεβλαμμένος, ἔξαρθρος γεγονώς H., πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Phot.
Derivatives: Besides ἐκπαλής dislocated (Hp., H.) with ἐκπαλ-έω to jump out of the joint, to disjoint (Hp.), ἐκπάλ-ησις, -εία f. dislocation (medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perh. from πάλλω. The rare, mostly only lexically attested simplex can be a backformation from ἐκπαλέω, which was analyzed as ἐκ-παλέω, though it was a denominative of ἐκπαλ-ής pop. jumped out, from ἐκ-πάλλομαι jumt out as medic. expression of a dislocated member; s. πάλλω. - Furnée 149 connects words with βαλ-, which would show that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

πᾰλέω,
to be disabled, Hdt.

Frisk Etymology German

παλέω: {paléō}
Forms: nur Aor. Opt. παλήσειε von einer kampfunfähigen Flotte (Hdt. 8,21; vgl. Weber Glotta 25, 267ff.), Ind. ἐπάλησεν· ἐφθάρη und Perf. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι H.; daneben (wie von πάλλω) πεπαλμένος· βεβλαμμένος, ἔξαρθρος γεγονώς H., πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Phot.
Grammar: v.
Derivative: Daneben ἐκπαλής ausgerenkt (Hp., H.) mit ἐκπαλέω aus dem Gelenk springen, sich ausrenken (Hp.), ἐκπάλησις, -εία f. Ausrenkung (Mediz.).
Etymology : Wohl zu πάλλω. Das vereinzelt, meist nur lexikalisch belegte Simplex kann Rückbildung aus ἐκπαλέω sein, das als ἐκπαλέω aufgefaßt wurde, obwohl Denominativ von ἐκπαλής eig. ausgesprungen, von ἐκπάλλομαι ausspringen als mediz. Fachausdruck von einem ausgerenkten Glied; s. πάλλω.
Page 2,467