πολύρρυτος

Revision as of 12:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

A f.l. for παλίρρυτος, S. El.1420.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρρῠτος: -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cours abondant ou impétueux.
Étymologie: πολύς, ῥέω.

Greek Monolingual

και πολύρυτος, -ον, Α
(για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί-ρρυτος].

Greek Monotonic

πολύρρῠτος: -ον, αυτός που ρέει πολύ ή με μεγάλη δύναμη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολύρρῠτος:
1) обильно текущий, многоводный (πόρος ἁλμήεις Aesch.);
2) льющийся рекой (αἷμα Soph. - v.l. παλίρρυτος).

Middle Liddell

πολύρ-ρῠτος, ον,
much or strong flowing, Soph.