χρυσεοστέφανος

Revision as of 12:06, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ον, A f.l. for χρυσοστέφανος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1379] = χρυσοστέφανος, Eur. Ion 1085, κόρα.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεοστέφᾰνος: -ον, πλημμ. γραφ. ἀντὶ χρυσοστέφανος, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοστέφανος: Eur. v.l. = χρυσοστέφανος.