ἐπικαμπύλος

Revision as of 12:20, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

[ῠ], ον, A crooked, curved, ἐπικαμπύλος ὤμους = crooked in the shoulders, h.Merc.90; ἐ. κᾶλα Hes.Op.427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recourbé, voûté.
Étymologie: ἐπί, καμπύλος.

Greek Monotonic

ἐπικαμπύλος: [ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπύλος: (ῠ) согнутый, искривленный (κᾶλα Hes. - v.l. ἔπι καμπύλα): γέρων ἐ. ὤμους HH согбенный старик.

Middle Liddell

ἐπι-καμπῠ́λος, ον
crooked, curved, Hhymn.