ποτιλέγω

Revision as of 15:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

English (LSJ)

ποτιμάσσω, Dor. for προσλέγω, προσμάσσω (qq.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτιλέγω: ποτιμάσσω, Δωρ. ἀντὶ προσλέγω, προσμάσσω Θεόκρ.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσλέγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + λέγω.

Greek Monotonic

ποτιλέγω: ποτι-μάσσω, Δωρ. αντί προσ-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιλέγω Dor. voor προσλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐλέγω: дор. = προσλέγω.