καταθήκη

Revision as of 18:05, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ἡ, A deposit, prob. f.l. for παρακαταθ- in Lys.Fr.70 tit., Isoc.17.27.

German (Pape)

[Seite 1349] ἡ, das Niedergelegte, Depositum, Isocr. 17, 27. S. παρακαταθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
objet déposé, dépôt.
Étymologie: κατατίθημι.

Greek Monolingual

καταθήκη, ἡ (Α) κατατίθημι
παρακαταθήκη, ενέχυρο.

Russian (Dvoretsky)

καταθήκη: ἡ вклад, залог, депозит (Isocr. - v.l. παρακαταθήκη).