δανοτής

Revision as of 18:15, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

ῆτος, ἡ, perhaps A f.l. for δαϊοτῆτος (cf. δηι-), ἁμερίων μόχθων καὶ δανοτῆτος S.Fr.369.

Spanish (DGE)

(δᾱνοτής) -ῆτος, ἡ
sent. dud., quizá destrucción, incendio S.Fr.369, cf. δανέω, δάνος, -ου, ὁ.

Greek Monolingual

δανοτής (-ῆτος), η (Α)
το να είναι κανείς θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη η λ. δανοτής < δανός «ξερός» ενώ κατ' άλλους πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί του τ. δαϊοτήτος].