περικεράννυμι

Revision as of 18:15, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

A temper acrid humours, Alex.Trall.7.3:—Pass., f.l. in Plu.2.924b; cf. περικρεμάννυμι.

French (Bailly abrégé)

répandre tout autour.
Étymologie: περί, κεράννυμι.

Greek Monolingual

Α
1. αναμιγνύω ξινούς χυμούς
2. παθ. περικεράννυμαι
αναμιγνύομαι και χύνομαι ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].