ἐρυθροειδής

Revision as of 18:25, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " f.l." to " f.l.")

English (LSJ)

A f.l. for ἐλυτρο- (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)
αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπός
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].