τό, A = τρίφυλλον, Id.3.109 (v.l. κνίκιον). 2 = σάμψουχον, Ps.-Dsc.3.39.
κνήκιον: τό, φυτόν τι ἀρωματικόν, ἀμάρακον, «μαντζουράνα», Διοσκ. Νόθ. 3. 47.
κνήκιον, τὸ (Α) κνήκοςονομασία αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον.