μερμαίρω

Revision as of 11:40, 20 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s. v.l.)" to "(s.v.l.)")

English (LSJ)

A = μερμηρίζω, Suid.; μερμέρω, Hsch., Phot.; οἱ ἅπαντα μερμαιρόμενοι, = μεμφόμενοι, Gal.17(2).189 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 135] = μερμηρίζω, VLL.; Orph. Arg. 766, μέρμηρε nach Herm.

Greek (Liddell-Scott)

μερμαίρω: (μέρμερος) = μερμηρίζω, Ὀρφ. Ἀρχ. 766.

Greek Monolingual

μερμαίρω και μερμέρω (Α) μέρμερος
μερμηρίζω.