πολυλογέω

Revision as of 18:05, 5 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

talk much, speak a lot, talk a lot, be loquacious, Gal.18(1).792, Vett.Val.175.31, al., Poll.10.51, Alex.Aphr.in Top. 433.19.

German (Pape)

[Seite 665] viel reden, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠλογέω: λέγω πολλά, Γαλην., Πολυδ. Ι΄, 51· ― ῥημ. ἐπίθ. πολυλογητέον, δεῖ πολυλογεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 203.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυλογέω [πολύλογος] veel praten.

Greek Monolingual

πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.