πολυτερπής

Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")

English (LSJ)

ές, A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169. II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.

German (Pape)

[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῖς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τερπής (< τέρπω)].

Greek Monotonic

πολῠτερπής: -ές (τέρπω), πολύ ευχάριστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυτερπής: восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.).

Middle Liddell

πολῠ-τερπής, ές τέρπω
much-delighting, Anth.