ἑνοειδής, -ές (AM)1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖςἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.). επίρρ...ἑνοειδῶςμονοειδώς, μονομόρφως.[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].