γάλαξ

Revision as of 05:19, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "shell-fish" to "shellfish")

English (LSJ)

ακος, ἡ, a kind of A shellfish, prob. Mactra lactea, Arist.HA 528a23.

German (Pape)

[Seite 471] γάλακες, αἱ, eine glatte Muschel, Arist. H. A. 4, 4, v.l. γαλάδες.

Greek (Liddell-Scott)

γάλαξ: ἡ, εἶδος μαλακοστράκου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 4. 6.

Spanish (DGE)

v. γάλα.
-ακος, ἡ
ict. un molusco quizá Spisula subtruncata da Costa, Arist.HA 528a23.

Greek Monolingual

γάλαξ, η (Α)
είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα, ονομασία που οφείλεται στο χρώμα του].

Russian (Dvoretsky)

γάλαξ: ᾰκος ὁ галак (моллюск, предполож. из класса пластинчато-жаберных) Arst.