θοινατικός

Revision as of 12:08, 31 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ή, όν, of a feast or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. θοινατητικός).

German (Pape)

[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.

Greek Monolingual

θοινατικός, -ή, -όν (Α) θοινώ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).

Greek Monotonic

θοινᾱτικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε συμπόσιο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτικός: пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).

Middle Liddell

θοινᾱτικός, ή, όν
of or for a feast, Xen. [from θοινάω