αρχειοφύλακας

Revision as of 15:02, 4 June 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.