ἀρχειοφύλαξ

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχειοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: ἀρχειοφύλαξ Low diacritics: αρχειοφύλαξ Capitals: ΑΡΧΕΙΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: archeiophýlax Transliteration B: archeiophylax Transliteration C: archeiofylaks Beta Code: a)rxeiofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.