επιούσα

Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐπιούσα)
(θηλ. της μτχ. επιών του έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», Πολ.
β. «έφθασε την επιούσα»).